Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Κεφάλαιο 14


14Α. Λεξιλόγιο

Ουσιαστικά
(1θ) Athenae, Athenarum: Αθήνα [χωρίς ενικό αριθμό]
(2α) somnus, -i: ύπνος
(2α) Orcus, -i: Πλούτωνας
(2ο) somnium, -i/ii: όνειρο
(3α, 3θ) homo, hominis: άνθρωπος
(3α) timor, timoris:φόβος
(3θ) magnitudo, magnitudinis: μέγεθος
(3o) caput, capitis: κεφάλι
(5θ) species, speciei: θέαμα, μορφή
(5θ) facies, faciei: πρόσωπο
(5θ) effigies, effigiei: είδωλο
(5θ) dies, diei: μέρα
(5θ) res, rei: πράγμα
(5θ) fides, fidei: πίστη, αξιοπιστία [χωρίς πληθυντικό αριθμό]

Επίθετα
(2) Actiacus, Actiaca, Actiacum: του Άκτιου
(2) sollicitus, -a, -um: ταραγμένος
(2) squalidus, -a, -um: βρώμικος
(2) horrendus, -a, -um: φρικτός
(2) paucus, -a, -um: λίγος
(3) Parmensis, Parmensis: της Πάρμας
(3) similis, similis, simile: όμοιος

Ρήματα
(1) confirmo, confirmavi, confirmatum, confirmare: επιβεβαιώνω
(1) existimo, existimavi, existimatum, existimare: νομίζω
(1) do, dedi, datum, dare: δίνω
(1) excito, excitavi, excitatum, excitare: ξυπνάω, σηκώνω
(1) inclamo, inclamavi, inclamatum, inclamare: φωνάζω
(1) interrogo, interrogavi, interrogatum, interrogare: ρωτώ
(1) somnio, somniavi, somniatum, somniare: ονειρεύομαι
(2) appareo, apparui, apparitum, apparere: εμφανίζομαι
(3) adficio/afficio, adfecci/affeci, adfectum/affectum, adficere/afficere[1]: περιβάλλω
(3) aspicio, aspexi, aspectum, aspicere: κοιτάζω
(3) concipio, concepi, conceptum, concipere: συλλαμβάνω, πιάνω
(3) concutio, concussi, concussum, concutere: συνταράζω
(3) confugio, confugi, confugitum, confugere: καταφεύγω
(3) morior, mortuus sum, mori: πεθαίνω (αποθετικό)
(4) venio, veni, ventum, venire: έρχομαι

Προθέσεις, επιρρήματα, σύνδεσμοι
ibi: εκεί
vix: πριν καλά καλά
post[2]: μετά
nam[3]: γιατί
simul: μόλις

14Β. Μετάφραση
Μετά τη ναυμαχία του Άκτιου ο Κάσιος από την Πάρμα, που είχε υπηρετήσει στο στρατό του Μάρκου Αντώνιου, κατάφυγε στην Αθήνα. Εκεί, πριν καλά καλά παραδώσει στον ύπνο την ταραγμένη του ψυχή, του εμφανίστηκε ξαφνικά μια φριχτή μορφή. Νόμισε ότι ερχόταν προς το μέρος του ένας άνθρωπος με πελώριο ανάστημα και βρώμικη όψη, όμοιος με είδωλο νεκρού. Μόλις τον είδε ο Κάσιος, τον έπιασε φόβος και θέλησε να πληροφορηθεί/μάθει το όνομά του. Εκείνος απάντησε ότι είναι ο Πλούτωνας. Τότε τρόμος συντάραξε τον Κάσιο και τον ξύπνησε. Ο Κάσιος φώναξε τους δούλους του και τους ρώτησε γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Εκείνοι (όμως) δεν είχαν δει κανένα. Ο Κάσιος ξανακοιμήθηκε και ονειρεύτηκε την ίδια μορφή. Λίγες μέρες αργότερα τα ίδια τα πράγματα επιβεβαίωσαν την αξιοπιστία του ονείρου: ο Οκταβιανός του επέβαλε την ποινή του θανάτου.




[1] Το ρήμα adficio/afficio, adfecci/affeci, adfectum/affectum, adficere/afficere: περιβάλλω συντάσσεται με αιτιατική του προσώπου και αφαιρετική του πράγματος. Για τη μετάφρασή του στα νέα ελληνικά θεωρούμε ότι το ρήμα με την αφαιρετική αποτελεί περίφραση, π.χ. dolore adficio aliquem: εξοργίζω κάποιον.
[2] Στην έκφραση paucus post diebus το post είναι επίρρημα, ενώ στην εναλλακτική της post paucos dies είναι πρόθεση που συντάσσεται με αιτιατική.
[3] Ο σύνδεσμος nam συνδέει κύριες προτάσεις και μπαίνει στην αρχή της πρότασης. Δείχνει αιτιολόγηση, επεξήγηση, διασάφηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.